Βρύου — Βρύης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… … Dictionary of Greek
καυλί — το (ΑΜ καυλίον, Α και καυλεῑον) νεοελλ. 1. η βάλανος τού πέους 2. το πέος μσν. αρχ. μικρός βλαστός, μικρό κοτσάνι αρχ. 1. είδος θαλάσσιου βρύου («νέμονται... και τό καλούμενον καυλίον», Αριστοτ.) 2. μέρος τού κίονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» … Dictionary of Greek
φάσκο — το / φάσκον, ΝΜΑ νεοελλ. κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων αρχ. είδος λειχήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως … Dictionary of Greek
ύπνο(ν) — το / ὕπνον, ΝΑ βοτ. είδος βρύου που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος βρυοφύτων που ανήκει στην κλάση φυλλόβρυα και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη, με γνωστότερο το πολύμορφο και κοσμοπολίτικο Hypnum cupressiforme.… … Dictionary of Greek